επικάθημαι — (AM ἐπικάθημαι) [κάθημαι] κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζω αρχ. 1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω 2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι 3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ 4. (για… … Dictionary of Greek
ἐπικάθηνται — ἐπικάθημαι sit pres ind mid 3rd pl ἐπικάθημαι sit pres ind mid 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικάθηται — ἐπικάθημαι sit pres ind mid 3rd sg ἐπικάθημαι sit pres ind mid 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαθήσθω — ἐπικάθημαι sit pres imperat mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek
αμφιζάνω — ἀμφιζάνω (Α) επικάθημαι, απλώνομαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἱζάνω < θ. ἱζ , ἵζω + ριζική επαύξηση αν + ω] … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
συνεπικάθημαι — Μ κάθομαι μαζί με άλλον πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικάθημαι «κάθομαι πάνω σε κάτι»] … Dictionary of Greek
'πικαθῆτο — ἐπικαθῆτο , ἐπικάθημαι sit imperf ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)